καταχθόνιοι

καταχθόνιοι
καταχθόνιος
subterranean
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καταχθόνιοι — Πολιτικό κόμμα στα Επτάνησα, επί αγγλικής κατοχής. Οι οπαδοί του ήταν αγγλόφιλοι. Όργανό τους ήταν η εφημερίδα Φίλος του λαού. Το Κόμμα των Κ., που ονομαζόταν και Κόμμα των Συντηρητικών, ήταν αντίθετο προς τα δύο άλλα προοδευτικά κόμματα, των… …   Dictionary of Greek

  • καταχθόνιος — α, ο (AM καταχθόνιος, ον) αυτός που ζει ή υπάρχει κάτω από τη γη, υπόγειος νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που ενεργεί κρυφά για να επιτύχει κάτι, σκοτεινός, κακόβουλος, ύπουλος, ραδιούργος («καταχθόνιος άνθρωπος») 2. βλαπτικός, επιζήμιος, καταστρεπτικός 3 …   Dictionary of Greek

  • CHTHONIA — Ceres dicta, quasi terrestris, seu terrena, quamquam Pausan. auctor est, l. 1. eam cognomen hoc sortitam a Chthoniâ quadam puellâ Argivâ, quod post ambustum patrem a Dea in Hermionem oppid. ducta, ibi templum ei consecraverit, Chthoniamque Deam a …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κευθήνες — κευθῆνες (Α) [κεύθω] (κατά το λεξ. Σούδα) «οἱ καταχθόνιοι δαίμονες» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”